σκώμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκώμμα τα σκώμματα
      γενική του σκώμματος των σκωμμάτων
    αιτιατική το σκώμμα τα σκώμματα
     κλητική σκώμμα σκώμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκώμμα < αρχαία ελληνική σκῶμμα < σκώπτω

Ουσιαστικό

σκώμμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.