αγριόχοιρος
Νέα ελληνικά (el)

ένας αγριόχοιρος
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγριόχοιρος | οι | αγριόχοιροι |
| γενική | του | αγριόχοιρου & αγριοχοίρου |
των | αγριόχοιρων & αγριοχοίρων |
| αιτιατική | τον | αγριόχοιρο | τους | αγριόχοιρους & αγριοχοίρους |
| κλητική | αγριόχοιρε | αγριόχοιροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγριόχοιρος < (ελληνιστική κοινή) ἀγριόχοιρος < αγριο- (άγριος) + χοίρος
Ουσιαστικό
αγριόχοιρος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το αγριογούρουνο, άγριο γουρούνι που ζει στα δάση και γύρω από βάλτους
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αγριόχοιρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.