σκόπευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκόπευση | οι | σκοπεύσεις |
| γενική | της | σκόπευσης* | των | σκοπεύσεων |
| αιτιατική | τη | σκόπευση | τις | σκοπεύσεις |
| κλητική | σκόπευση | σκοπεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σκοπεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκόπευση < ελληνιστική κοινή σκόπευσις < αρχαία ελληνική σκοπεύω
Μεταφράσεις
σκόπευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.