σκληρόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκληρόψυχος | η | σκληρόψυχη | το | σκληρόψυχο |
| γενική | του | σκληρόψυχου | της | σκληρόψυχης | του | σκληρόψυχου |
| αιτιατική | τον | σκληρόψυχο | τη | σκληρόψυχη | το | σκληρόψυχο |
| κλητική | σκληρόψυχε | σκληρόψυχη | σκληρόψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκληρόψυχοι | οι | σκληρόψυχες | τα | σκληρόψυχα |
| γενική | των | σκληρόψυχων | των | σκληρόψυχων | των | σκληρόψυχων |
| αιτιατική | τους | σκληρόψυχους | τις | σκληρόψυχες | τα | σκληρόψυχα |
| κλητική | σκληρόψυχοι | σκληρόψυχες | σκληρόψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκληρόψυχος < ελληνιστική κοινή σκληρόψυχος < αρχαία ελληνική σκληρός + ψυχή
Επίθετο
σκληρόψυχος
- που έχει «σκληρή» ψυχή και φέρεται ανάλογα
- που εκδηλώνεται με «σκληρότητα», με σκληροκαρδία
Συγγενικά
- σκληρόψυχα
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και ψυχή
Πηγές
- σκληρόψυχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
σκληρόψυχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.