σκλήθρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκλήθρο τα σκλήθρα
      γενική του σκλήθρου των σκλήθρων
    αιτιατική το σκλήθρο τα σκλήθρα
     κλητική σκλήθρο σκλήθρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σκλήθρα την άνοιξη
Οι ίουλοι ενός σκλήθρου

Ετυμολογία

σκλήθρο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλῆθρος (αρσενικό) με ανάπτυξη προτακτικού σ με συμπροφορά του άρθρου της γενικής ενικού[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskli.θɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλήθρο

Ουσιαστικό

σκλήθρο ουδέτερο

  1. (φυτό) φυλλοβόλος θάμνος ή δέντρο, του γένους Alnus, με ωοειδή ή ελλειπτικά οδοντωτά φύλλα και με μικρά πράσινα άνθη που σχηματίζουν ίουλους
  2. μικρό μυτερό κομματάκι ξύλου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.