σκλήθρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκλήθρα οι σκλήθρες
      γενική της σκλήθρας των σκληθρών
    αιτιατική τη σκλήθρα τις σκλήθρες
     κλητική σκλήθρα σκλήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκλήθρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κλήθρα με ανάπτυξη προτακτικού σ με συμπροφορά του άρθρου της γενικής ενικού[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskli.θɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλήθρα

Ουσιαστικό

σκλήθρα θηλυκό

Συγγενικά

  • Σκλήθρα (τοπωνύμιο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.