σκλαβόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκλαβόπουλο | τα | σκλαβόπουλα |
| γενική | του | σκλαβόπουλου | των | σκλαβόπουλων |
| αιτιατική | το | σκλαβόπουλο | τα | σκλαβόπουλα |
| κλητική | σκλαβόπουλο | σκλαβόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκλαβόπουλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκλαβόπουλο ουδέτερο
- Σκλαβωμένο ή αιχμαλωτισμένο παιδί, που χρησιμοποιείτε κυρίως για επίπονες και χειρωνακτικές εργασίες.
Μεταφράσεις
σκλαβόπουλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.