σκευασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκευασία οι σκευασίες
      γενική της σκευασίας των σκευασιών
    αιτιατική τη σκευασία τις σκευασίες
     κλητική σκευασία σκευασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκευασία < αρχαία ελληνική σκευασία < σκευάζω

Ουσιαστικό

σκευασία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.