σκαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκαστός | η | σκαστή | το | σκαστό |
| γενική | του | σκαστού | της | σκαστής | του | σκαστού |
| αιτιατική | τον | σκαστό | τη | σκαστή | το | σκαστό |
| κλητική | σκαστέ | σκαστή | σκαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκαστοί | οι | σκαστές | τα | σκαστά |
| γενική | των | σκαστών | των | σκαστών | των | σκαστών |
| αιτιατική | τους | σκαστούς | τις | σκαστές | τα | σκαστά |
| κλητική | σκαστοί | σκαστές | σκαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /skaˈstos/
Επίθετο
σκαστός, -ή, -ό
- που το έχει σκάσει, έχει φύγει (κρυφά) από κει που θα έπρεπε (υποχρεωτικά) να είναι
- (μεταφορικά) που παράγει κάποιον ήχο, σαν να σκάει κάτι
- (προφορικό) για λεφτά που πληρώνονται άμεσα και τοις μετρητοίς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.