τοις μετρητοίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τοις μετρητοίς < (καθαρεύουσα ) τοῖς μετρητοῖς (δοτική της καθομιλουμένης του μετρητά) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fr
Έκφραση
τοις μετρητοίς
Εκφράσεις
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.