τοις μετρητοίς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τοις μετρητοίς < (καθαρεύουσα ) τοῖς μετρητοῖς (δοτική της καθομιλουμένης του μετρητά) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fr

Έκφραση

τοις μετρητοίς

  • ((οικονομία), με επιρρηματική σημασία) σε μετρητά, με άμεση καταβολή του αντιτίμου
    θα πληρώσετε με κάρτα ή τοις μετρητοίς;

Εκφράσεις

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.