runaway
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| runaway | runaways |
runaway (en)
- δραπέτης
- αφηνιασμένος δρομέας ή αφηνιασμένο ζώο που τρέχει
- κάτι που είναι εκτός ελέγχου, που έχει ξεφύγει
- για κάτι συνήθως κακό που όταν ξεκινάει φέρνει πολλά άλλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.