σκασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκασμένος | η | σκασμένη | το | σκασμένο |
| γενική | του | σκασμένου | της | σκασμένης | του | σκασμένου |
| αιτιατική | τον | σκασμένο | τη | σκασμένη | το | σκασμένο |
| κλητική | σκασμένε | σκασμένη | σκασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκασμένοι | οι | σκασμένες | τα | σκασμένα |
| γενική | των | σκασμένων | των | σκασμένων | των | σκασμένων |
| αιτιατική | τους | σκασμένους | τις | σκασμένες | τα | σκασμένα |
| κλητική | σκασμένοι | σκασμένες | σκασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκάω, σκάζω
Μετοχή
σκασμένος, -η, -ο
- που έχει σκάσει, εκραγεί ή ξεφουσκώσει βίαια
- ένα σκασμένο λάστιχο, ένα σκασμένο μπαλόνι
- πολύ στενοχωρημένος ή εκνευρισμένος
- άσε με, μου χάλασε πάλι το αυτοκίνητο και είμαι σκασμένος
- χαρακτηρισμός για κάποιον, συνήθως παιδί, που το θεωρούμε ίσως ενοχλητικό αλλά χαριτωμένο
- βρε τα σκασμένα τα διαβολόπαιδα, τι πήγανε πάλι και σκαρώσανε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.