σκαμπρόζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκαμπρόζικος | η | σκαμπρόζικη | το | σκαμπρόζικο |
| γενική | του | σκαμπρόζικου | της | σκαμπρόζικης | του | σκαμπρόζικου |
| αιτιατική | τον | σκαμπρόζικο | τη | σκαμπρόζικη | το | σκαμπρόζικο |
| κλητική | σκαμπρόζικε | σκαμπρόζικη | σκαμπρόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκαμπρόζικοι | οι | σκαμπρόζικες | τα | σκαμπρόζικα |
| γενική | των | σκαμπρόζικων | των | σκαμπρόζικων | των | σκαμπρόζικων |
| αιτιατική | τους | σκαμπρόζικους | τις | σκαμπρόζικες | τα | σκαμπρόζικα |
| κλητική | σκαμπρόζικοι | σκαμπρόζικες | σκαμπρόζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκαμπρόζικος < σκαμπρόζ(ος) + -ικος
Επίθετο
σκαμπρόζικος, -η, -ο
- που έχει προκλητικό και σκανδαλιστικό -αλλά χαριτωμένο και σκανδαλιάρικο- ύφος ή τρόπο συμπεριφοράς
- ※ Τρώγαμε και λέγαμε κουτά αστεία και σκαμπρόζικα ανέκδοτα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.