πιπεράτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιπεράτος η πιπεράτη το πιπεράτο
      γενική του πιπεράτου της πιπεράτης του πιπεράτου
    αιτιατική τον πιπεράτο την πιπεράτη το πιπεράτο
     κλητική πιπεράτε πιπεράτη πιπεράτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιπεράτοι οι πιπεράτες τα πιπεράτα
      γενική των πιπεράτων των πιπεράτων των πιπεράτων
    αιτιατική τους πιπεράτους τις πιπεράτες τα πιπεράτα
     κλητική πιπεράτοι πιπεράτες πιπεράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιπεράτος < πιπέρι

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.peˈɾa.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pi.peˈɾa.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pi.peˈɾa.to/ ουδέτερο

Επίθετο

πιπεράτος

  1. που έχει τη γεύση του πιπεριού
  2. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από καυστικότητα
     συνώνυμα: δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός
  3. (μεταφορικά) που είναι προκλητικά τολμηρός, χωρίς να γίνεται ακραίος
     συνώνυμα: πικάντικος, σκανδαλιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.