σκαθάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκαθάρι | τα | σκαθάρια |
| γενική | του | σκαθαριού | των | σκαθαριών |
| αιτιατική | το | σκαθάρι | τα | σκαθάρια |
| κλητική | σκαθάρι | σκαθάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σκαθάρι το κολεόπτερο.

Σκαθάρι το ψάρι.
Ετυμολογία
- σκαθάρι < μεσαιωνική ελληνική σκανθάριον < σκάνθαρος < αρχαία ελληνική κάνθαρος < κάνθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /skaˈθa.ɾi/
Ουσιαστικό
σκαθάρι ουδέτερο
- (έντομο) είδος κολεόπτερου
- είδος ψαριού με αγκαθωτά πτερύγια, συγγενικό με τον σπάρο και τον σαργό, κάνθαρος ο γνήσιος (Spondyliosoma cantharus)
- ≈ συνώνυμα: ασκάθαρος, βαγιούνο, βαζιούνο
- (οικείο) το δημοφιλές αυτοκίνητο Volkswagen Käfer ή Volkswagen Typ 1, το πρώτο χρονολογικά αυτοκίνητο στην ιστορία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen που παρήχθη από τον Αύγουστο του 1938 έως τις 30 Ιουλίου 2003
Συγγενικά
- ασκάθαρος
- κανθαρίδα
- κανθαριδίνη
- κάνθαρος
- σκάθαρος
- χρυσοκάνθαρος
-
σκαθάρι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.