σκαραβαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκαραβαίος | οι | σκαραβαίοι |
| γενική | του | σκαραβαίου | των | σκαραβαίων |
| αιτιατική | τον | σκαραβαίο | τους | σκαραβαίους |
| κλητική | σκαραβαίε | σκαραβαίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
.jpg.webp)
Το έντομο σκαραβαίος.

Κόσμημα σκαραβαίος.

Αυτοκίνητο τύπου σκαραβαίος.
Ουσιαστικό
σκαραβαίος αρσενικό
- (έντομο) ονομασία διάφορων κολεόπτερων με σώμα σχεδόν στρογγυλό, σκληρό, στιλπνό και σκούρο
- (συνεκδοχικά) είδος κοσμήματος ή πολύτιμου λίθου
- (οικείο) το δημοφιλές αυτοκίνητο Volkswagen Käfer ή Volkswagen Typ 1, το πρώτο χρονολογικά αυτοκίνητο στην ιστορία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen που παρήχθη από τον Αύγουστο του 1938 έως τις 30 Ιουλίου 2003
Μεταφράσεις
αυτοκίνητο
|
|
- σκαραβαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.