σκαραβαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαραβαίος οι σκαραβαίοι
      γενική του σκαραβαίου των σκαραβαίων
    αιτιατική τον σκαραβαίο τους σκαραβαίους
     κλητική σκαραβαίε σκαραβαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαραβαίος < γαλλική scarabeo[1] λατινική scarabaeus
Το έντομο σκαραβαίος.
Κόσμημα σκαραβαίος.
Αυτοκίνητο τύπου σκαραβαίος.

Ουσιαστικό

σκαραβαίος αρσενικό

  1. (έντομο) ονομασία διάφορων κολεόπτερων με σώμα σχεδόν στρογγυλό, σκληρό, στιλπνό και σκούρο
  2. (συνεκδοχικά) είδος κοσμήματος ή πολύτιμου λίθου
  3. (οικείο) το δημοφιλές αυτοκίνητο Volkswagen Käfer ή Volkswagen Typ 1, το πρώτο χρονολογικά αυτοκίνητο στην ιστορία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen που παρήχθη από τον Αύγουστο του 1938 έως τις 30 Ιουλίου 2003
     συνώνυμα: κατσαριδάκι, σκαθάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.