κανθαριδίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κανθαριδίνη | οι | κανθαριδίνες |
| γενική | της | κανθαριδίνης | των | κανθαριδινών |
| αιτιατική | την | κανθαριδίνη | τις | κανθαριδίνες |
| κλητική | κανθαριδίνη | κανθαριδίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κανθαριδίνη < γαλλική cantharidine < cantharide < λατινική cantharis < αρχαία ελληνική κανθαρίς / κάνθαρος (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kan.θa.ɾiˈði.ni/
Ουσιαστικό
κανθαριδίνη θηλυκό
- (χημεία) τοξική ουσία (οργανική χημική ένωση) που λαμβάνεται από ένα είδος σκαθαριού (κανθαρίδα - Lytta vesicatoria) και παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν ως αφροδισιακό
- Οι ερευνητές από το Οντάριο ανακάλυψαν επίσης ότι το κοινό θα έπρεπε να αποφεύγει κάποια επονομαζόμενα «αφροδισιακά» τα οποία μπορούν όμως να γίνουν άκρως τοξικά. Το πρώτο εξ αυτών είναι η ουσία κανθαριδίνη η οποία παράγεται από την αποξήρανση και επεξεργασία ενός ισπανικού σκαθαριού γνωστό και ως Spanish fly (επιστημονική ονομασία Lytta vesicatoria). Παραδοσιακά η κανθαριδίνη καταναλώνεται από ζώα ως ενισχυτική τροφή για την αναπαραγωγή τους. Στον άνθρωπο όμως μπορεί να συνδεθεί με σοβαρή τοξικότητα. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.