κατσαριδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατσαριδάκι | τα | κατσαριδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κατσαριδάκι | τα | κατσαριδάκια |
| κλητική | κατσαριδάκι | κατσαριδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- κατσαριδάκι < κατσαρίδα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
κατσαριδάκι ουδέτερο
- (έντομο) υποκοριστικό του κατσαρίδα
- άλλες μορφές: κατσαριδούλα
- (οικείο) το δημοφιλές αυτοκίνητο Volkswagen Käfer ή Volkswagen Typ 1, το πρώτο χρονολογικά αυτοκίνητο στην ιστορία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen που παρήχθη από τον Αύγουστο του 1938 έως τις 30 Ιουλίου 2003
Μεταφράσεις
έντομο
|
|
αυτοκίνητο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.