σκάνδιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- σκάνδιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική scandium < λατινική Scandia (Σκανδιναβία, όπου και ανακαλύφθηκε)
Ουσιαστικό
σκάνδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 21 και χημικό σύμβολο το Sc
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκάνδιο | τα | σκάνδια |
| γενική | του | σκάνδιου & σκανδίου |
των | σκάνδιων & σκανδίων |
| αιτιατική | το | σκάνδιο | τα | σκάνδια |
| κλητική | σκάνδιο | σκάνδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
σκάνδιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σκάνδιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.