τιτάνιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- τιτάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική titanium < αρχαία ελληνική Τιτάν
Ουσιαστικό
τιτάνιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 22 και χημικό σύμβολο το Ti
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τιτάνιο | τα | τιτάνια |
| γενική | του | τιτανίου & τιτάνιου |
των | τιτανίων |
| αιτιατική | το | τιτάνιο | τα | τιτάνια |
| κλητική | τιτάνιο | τιτάνια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
-
τιτάνιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.