ασβέστιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- ασβέστιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἄσβεστ(ος) + -ιον, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική calcium. Διαφορετικό το ἀσβέστιον ( (ελληνιστική κοινή)) < αρχαία ελληνική ἄσβεστος → δείτε τη λέξη ασβέστι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈzve.sti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβέ‐στι‐ο
Ουσιαστικό
ασβέστιο ουδέτερο
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 20 και χημικό σύμβολο το Ca
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασβέστιο | τα | ασβέστια |
| γενική | του | ασβέστιου & ασβεστίου |
των | ασβέστιων & ασβεστίων |
| αιτιατική | το | ασβέστιο | τα | ασβέστια |
| κλητική | ασβέστιο | ασβέστια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικοί όροι
- ανθρακικό ασβέστιο
- θειικό ασβέστιο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ασβέστιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.