σιφονιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιφονιέρα | οι | σιφονιέρες |
| γενική | της | σιφονιέρας | — | |
| αιτιατική | τη | σιφονιέρα | τις | σιφονιέρες |
| κλητική | σιφονιέρα | σιφονιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σιφονιέρα θηλυκό
- το έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με πολλά επάλληλα συρτάρια για την τακτοποίηση και τη φύλαξη ρούχων, λευκών ειδών, εσωρούχων κ.λπ
Μεταφράσεις
σιφονιέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
