σιδηροδρομικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιδηροδρομικά < σιδηροδρομικός + -ά
Πηγές
- σιδηροδρομικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
σιδηροδρομικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σιδηροδρομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σιδηροδρομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.