ξεσηκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεσηκωμένος | η | ξεσηκωμένη | το | ξεσηκωμένο |
| γενική | του | ξεσηκωμένου | της | ξεσηκωμένης | του | ξεσηκωμένου |
| αιτιατική | τον | ξεσηκωμένο | την | ξεσηκωμένη | το | ξεσηκωμένο |
| κλητική | ξεσηκωμένε | ξεσηκωμένη | ξεσηκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεσηκωμένοι | οι | ξεσηκωμένες | τα | ξεσηκωμένα |
| γενική | των | ξεσηκωμένων | των | ξεσηκωμένων | των | ξεσηκωμένων |
| αιτιατική | τους | ξεσηκωμένους | τις | ξεσηκωμένες | τα | ξεσηκωμένα |
| κλητική | ξεσηκωμένοι | ξεσηκωμένες | ξεσηκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ξεσηκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.