σεντέφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεντέφι τα σεντέφια
      γενική του σεντεφιού των σεντεφιών
    αιτιατική το σεντέφι τα σεντέφια
     κλητική σεντέφι σεντέφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεντέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sedef < αραβική صدف (ṣadaf)

Ουσιαστικό

σεντέφι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.