μάργαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μάργαρος η μάργαρη το μάργαρο
      γενική του μάργαρου της μάργαρης του μάργαρου
    αιτιατική τον μάργαρο τη μάργαρη το μάργαρο
     κλητική μάργαρε μάργαρη μάργαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μάργαροι οι μάργαρες τα μάργαρα
      γενική των μάργαρων των μάργαρων των μάργαρων
    αιτιατική τους μάργαρους τις μάργαρες τα μάργαρα
     κλητική μάργαροι μάργαρες μάργαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μάργαρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μάργαρος αρσενικό ή θηλυκό

  • υλικό που καλύπτει το εσωτερικό κάποιων οστράκων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.