έβενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | έβενος | οι | έβενοι |
| γενική | του | έβενου & εβένου |
των | έβενων & εβένων |
| αιτιατική | τον | έβενο | τους | έβενους & εβένους |
| κλητική | έβενε | έβενοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ακατέργαστος έβενος
Ετυμολογία
- έβενος < ελληνιστική κοινή ἔβενος (αρσενικό) < ελληνιστική κοινή ἔβενος (θηλυκό) < αρχαία αιγυπτιακή
(hbnj)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)


Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ve.nos/
Ουσιαστικό
έβενος αρσενικό
- σκληρό και βαρύ ξύλο με βαθύ σκούρο χρώμα, από διάφορα υποτροπικά και τροπικά δέντρα, κυρίως του γένους Diospyros
Συνώνυμα
- αβανόζι (παρωχ.)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.