κεχριμπάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεχριμπάρι | τα | κεχριμπάρια |
| γενική | του | κεχριμπαριού | των | κεχριμπαριών |
| αιτιατική | το | κεχριμπάρι | τα | κεχριμπάρια |
| κλητική | κεχριμπάρι | κεχριμπάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κοσμήματα φτιαγμένα από κεχριμπάρι
Ετυμολογία
- κεχριμπάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kehribar < περσική کهربا (kahrubā, αυτό που έλκει τ΄ άχυρα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.xɾiˈba.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐χρι‐μπά‐ρι
Ουσιαστικό
κεχριμπάρι ουδέτερο
- (ορυκτολογία) απολιθωμένο διαυγές ρετσίνι που χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων
- (μεταφορικά) ό,τι έχει το κιτρινωπό διαυγές χρώμα του κεχριμπαριού
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.