κεχριμπάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεχριμπάρι τα κεχριμπάρια
      γενική του κεχριμπαριού των κεχριμπαριών
    αιτιατική το κεχριμπάρι τα κεχριμπάρια
     κλητική κεχριμπάρι κεχριμπάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοσμήματα φτιαγμένα από κεχριμπάρι

Ετυμολογία

κεχριμπάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kehribar < περσική کهربا (kahrubā, αυτό που έλκει τ΄ άχυρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.xɾiˈba.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεχριμπάρι

Ουσιαστικό

κεχριμπάρι ουδέτερο

  1. (ορυκτολογία) απολιθωμένο διαυγές ρετσίνι που χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων
     συνώνυμα: ήλεκτρο
  2. (μεταφορικά) ό,τι έχει το κιτρινωπό διαυγές χρώμα του κεχριμπαριού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.