φίλντισι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίλντισι τα φίλντισια
      γενική του φιλντισιού των φιλντισιών
    αιτιατική το φίλντισι τα φίλντισια
     κλητική φίλντισι φίλντισια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Ο πληθυντικός, σπάνιος, λογοτεχνικός
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φίλντισι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fildişi < fil (ελέφαντας) + diş (δόντι) + -i (κτητική κατάληξη)

Ουσιαστικό

φίλντισι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.