luna

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

luna (es)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

luna < παλαιολατινική losna < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewksnā < *lewk-. Συγγενές με τα (αρχαία ελληνικά) λύχνος, (αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα) лоуна (luna).

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈluː.na/
 

Ουσιαστικό

luna (la) θηλυκό

  1. (αστρονομία) η σελήνη
  2. (λογοτεχνικό) μήνας
  3. (λογοτεχνικό) νύχτα
  4. οτιδήποτε σε σχήμα μισοφέγγαρου

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική luna lunae
γενική lunae lunārum
δοτική lunae lunīs
αιτιατική lunam lunās
κλητική luna lunae
αφαιρετική lunā lunīs
(α' κλίση)

Πηγές



Οξιτανικά (oc)

Ουσιαστικό

luna (oc) θηλυκό



Παπιαμέντο (pap)

Ουσιαστικό

luna

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.