σαρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρωτικός η σαρωτική το σαρωτικό
      γενική του σαρωτικού της σαρωτικής του σαρωτικού
    αιτιατική τον σαρωτικό τη σαρωτική το σαρωτικό
     κλητική σαρωτικέ σαρωτική σαρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρωτικοί οι σαρωτικές τα σαρωτικά
      γενική των σαρωτικών των σαρωτικών των σαρωτικών
    αιτιατική τους σαρωτικούς τις σαρωτικές τα σαρωτικά
     κλητική σαρωτικοί σαρωτικές σαρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαρωτικός < σαρώνω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sweeping[1])

Επίθετο

σαρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.