σαρδόνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαρδόνιος | η | σαρδόνια | το | σαρδόνιο |
| γενική | του | σαρδόνιου | της | σαρδόνιας | του | σαρδόνιου |
| αιτιατική | τον | σαρδόνιο | τη | σαρδόνια | το | σαρδόνιο |
| κλητική | σαρδόνιε | σαρδόνια | σαρδόνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαρδόνιοι | οι | σαρδόνιες | τα | σαρδόνια |
| γενική | των | σαρδόνιων | των | σαρδόνιων | των | σαρδόνιων |
| αιτιατική | τους | σαρδόνιους | τις | σαρδόνιες | τα | σαρδόνια |
| κλητική | σαρδόνιοι | σαρδόνιες | σαρδόνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σαρδόνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαρδόνιος (< αρχαία ελληνική σαρδάνιος) [1]
Επίθετο
σαρδόνιος, -α, -ιο
- αρχαία ελληνική Σαρδόνιος / Σαρδώνιος
Αναφορές
- σαρδόνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.