σαρδόνια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαρδόνια < σαρδόνιος

Επίρρημα

σαρδόνια

  1. με σαρδόνιο τρόπο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σαρδόνια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σαρδόνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σαρδόνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.