σακάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σακάτης οι σακάτηδες
      γενική του σακάτη των σακάτηδων
    αιτιατική τον σακάτη τους σακάτηδες
     κλητική σακάτη σακάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σακάτης < (άμεσο δάνειο) τουρκική sakat + -ης < αραβική سقط (saqaṭ: πέφτω, πτώση) < ρίζα س ق ط (s-q-ṭ)

Ουσιαστικό

σακάτης αρσενικό (θηλυκό: σακάτισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.