σακατεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σακατεμένος η σακατεμένη το σακατεμένο
      γενική του σακατεμένου της σακατεμένης του σακατεμένου
    αιτιατική τον σακατεμένο τη σακατεμένη το σακατεμένο
     κλητική σακατεμένε σακατεμένη σακατεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σακατεμένοι οι σακατεμένες τα σακατεμένα
      γενική των σακατεμένων των σακατεμένων των σακατεμένων
    αιτιατική τους σακατεμένους τις σακατεμένες τα σακατεμένα
     κλητική σακατεμένοι σακατεμένες σακατεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σακατεμένος, μετοχή παθ. παρακειμένου του σακατεύω / σακατεύομαι

Μετοχή

σακατεμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.