σακατιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σακατιλίκι | τα | σακατιλίκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | σακατιλίκι | τα | σακατιλίκια |
| κλητική | σακατιλίκι | σακατιλίκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σακατιλίκι ουδέτερο
- η σωματική αναπηρία
- το ψυχολογικό αποτέλεσμα ενός πάθους, μιας εξάρτησης ή άλλης αδυναμίας
- Σας αρέσει ο ίλιγγος της ταχύτητας; Εγώ τρελαίνουμαι. Παρ΄ όλα τα κάζα που έχω πάθει. Είναι ψυχικό σακατιλίκι από κούνια; Είναι τοξίνωση επιγενόμενη; Δεν ξέρω. Μα σαν η ψυχή μου βρίσκεται σε ταραχές, θέλω να τρέχω. (Μ.Καραγάτσης, "Το εγγλέζικο μαχαίρι")
Μεταφράσεις
σακατιλίκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.