σακατεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σακατεύω < σακάτ(ης) + -εύω

Ρήμα

σακατεύω

  • καθιστώ κάποιον σακάτη (ανάπηρο)
  • χτυπάω άσχημα ένα μέλος μου
    σακάτεψα το χέρι μου
  • (μεταφορικά) πληγώνω κάποιον βαθιά, του αλλάζω τη ζωή και δεν τη συνεχίζει πια με πληρότητα
    Αυτή η γυναίκα τον σακάτεψε
  • μεσοπαθητικό: σακατεύομαι, χτυπάω άσχημα, με ευθύνη δική μου ή άλλου, πονάω πολύ και ένα μέλος μου μένει για λίγο ή για πάντα ανάπηρο
    Έπεσα από την καρέκλα και σακατεύτηκα
    Κρίμα, νέο παιδί και σακατεύτηκε (σε τροχαίο, σε εργατικό ατύχημα κ.λπ.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.