σαΐτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαΐτα | οι | σαΐτες |
| γενική | της | σαΐτας | των | σαϊτών |
| αιτιατική | τη | σαΐτα | τις | σαΐτες |
| κλητική | σαΐτα | σαΐτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαΐτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαΐτα < σαγίτα < λατινική sagitta (βέλος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ΐ‐τα
Ουσιαστικό
σαΐτα θηλυκό
- βέλος
- χάρτινο αεροπλανάκι που δημιουργείται από οποιοδήποτε παραλληλόγραμμο χαρτί, διπλώνοντάς το κατάλληλα
- (Χρειάζεται εικόνα)
- (φίδι) είδος πολύ γρήγορου, μικρού, μη δηλητηριώδους φιδιού (Platyceps najadum)
Παράγωγα
- σαϊτίτσα, σαϊτούλα, σαϊτούδι (υποκοριστικά)
- σαϊτάρα (μεγεθυντικό)
Συγγενικά
- σαΐτεμα
- σαϊτευτής, σαϊτεύτρια / σαϊτεύτρα
- σαϊτεύω
- σαϊτιά
Σύνθετα
- ερωτοσαϊτιά
- σαϊτοθήκη
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις με σαϊτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
το χάρτινο αεροπλανάκι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
→ ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- σαΐτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.