σαΐτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαΐτα οι σαΐτες
      γενική της σαΐτας των σαϊτών
    αιτιατική τη σαΐτα τις σαΐτες
     κλητική σαΐτα σαΐτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαΐτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαΐτα < σαγίτα < λατινική sagitta (βέλος) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /saˈi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαΐτα

Ουσιαστικό

σαΐτα θηλυκό

  1. βέλος
  2. χάρτινο αεροπλανάκι που δημιουργείται από οποιοδήποτε παραλληλόγραμμο χαρτί, διπλώνοντάς το κατάλληλα
    (Χρειάζεται εικόνα)
  3. (φίδι) είδος πολύ γρήγορου, μικρού, μη δηλητηριώδους φιδιού (Platyceps najadum)

Παράγωγα

  • σαϊτίτσα, σαϊτούλα, σαϊτούδι (υποκοριστικά)
  • σαϊτάρα (μεγεθυντικό)

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σαΐτα < σαγίτα με αποβολή του μεσοφωνηεντικού φθόγγου [ʝ][1] < λατινική sagitta (βέλος) [2]


ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

  1. σαΐτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.