σαϊτεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαϊτεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαϊτεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαγιτεύω [1]

Ρήμα

σαϊτεύω, αόρ.: σαΐτεψα, παθ.φωνή: σαϊτεύομαι, π.αόρ.: σαϊτεύτηκα, μτχ.π.π.: σαϊτεμένος

  1. χτυπώ κάποιον με σαΐτα (βέλος)
  2. (μεταφορικά) χτυπώ κάποιον με τα βέλη του έρωτα, γοητεύω, σαγηνεύω, ξελογιάζω
    και χέρια γοργογύριστα να ρίχνουν τη σαΐτα,
    να σαϊτεύει τα πουλιά και τά ομορφα κορίτσια. [2]

  • σαγιτεύω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σαΐτα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σαϊτεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Κάλανδα βαΐτικα snhell.gr Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού. πρόσβαση:2021.10.23.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σαϊτεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαγιτεύω με αποβολή του φθόγγου [ʝ] (γράμμα ⟨γ⟩) κατά το σχήμα σαγίτα > σαΐτα [1]

ζητούμενο λήμμα


Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.