σαϊτοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαϊτοθήκη | οι | σαϊτοθήκες |
| γενική | της | σαϊτοθήκης | των | σαϊτοθηκών |
| αιτιατική | τη | σαϊτοθήκη | τις | σαϊτοθήκες |
| κλητική | σαϊτοθήκη | σαϊτοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- σαϊτοθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.