μεσοφωνηεντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοφωνηεντικός η μεσοφωνηεντική το μεσοφωνηεντικό
      γενική του μεσοφωνηεντικού της μεσοφωνηεντικής του μεσοφωνηεντικού
    αιτιατική τον μεσοφωνηεντικό τη μεσοφωνηεντική το μεσοφωνηεντικό
     κλητική μεσοφωνηεντικέ μεσοφωνηεντική μεσοφωνηεντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοφωνηεντικοί οι μεσοφωνηεντικές τα μεσοφωνηεντικά
      γενική των μεσοφωνηεντικών των μεσοφωνηεντικών των μεσοφωνηεντικών
    αιτιατική τους μεσοφωνηεντικούς τις μεσοφωνηεντικές τα μεσοφωνηεντικά
     κλητική μεσοφωνηεντικοί μεσοφωνηεντικές μεσοφωνηεντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσοφωνηεντικός < πρόθημα μεσο- + επίθετο φωνηεντικός

Επίθετο

μεσοφωνηεντικός -ή -ό

Η λέξη αγέρας προκύπτει από την ανάπτυξη του μεσοφωνηεντικού φθόγγου "γ" στην λέξη αέρας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.