σαϊτευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαϊτευτής | οι | σαϊτευτές |
| γενική | του | σαϊτευτή | των | σαϊτευτών |
| αιτιατική | τον | σαϊτευτή | τους | σαϊτευτές |
| κλητική | σαϊτευτή | σαϊτευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαϊτευτής < σαΐτεύω + -τής
Ουσιαστικό
σαϊτευτής αρσενικό
Μεταφράσεις
σαϊτευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.