σίτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σίτιση οι σιτίσεις
      γενική της σίτισης* των σιτίσεων
    αιτιατική τη σίτιση τις σιτίσεις
     κλητική σίτιση σιτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σίτιση < αρχαία ελληνική σίτισις < σιτίζω < σῖτος + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.ti.si/

Ουσιαστικό

σίτιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.