σιτίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

σιτίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σιτίζω
  2. θα σιτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σιτίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σιτίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σίτιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.