πέταλον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πετᾰλ-
ονομαστική τὸ πέταλον τὰ πέταλ
      γενική τοῦ πετάλου τῶν πετάλων
      δοτική τῷ πετάλ τοῖς πετάλοις
ποιητικό: πέταλσι
    αιτιατική τὸ πέταλον τὰ πέταλ
     κλητική ! πέταλον πέταλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πετάλω
γεν-δοτ τοῖν  πετάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέταλον, ήδη ομηρικό < πετάννυμι, θέμα πετα- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- + -(α)λον [1]

Ουσιαστικό

πέταλον ουδέτερο

  1. (αρχική σημασία) φύλλο φυτού
  2. φύλλο μέταλλου

  • ιωνικός τύπος: πέτηλον

Εκφράσεις

Συγγενικά

Αναφορές

  1. πέταλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.