σέπαλον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σέπαλον τὰ σέπαλα
      γενική τοῦ σεπάλου τῶν σεπάλων
      δοτική τῷ σεπάλ τοῖς σεπάλοις
    αιτιατική τὸ σέπαλον τὰ σέπαλα
     κλητική ! σέπαλον σέπαλα
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σέπαλον ἄνθους.

Ετυμολογία

σέπαλον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sépale + -ον  και δείτε τη λέξη σέπαλο

Ουσιαστικό

σέπαλον ουδέτερο (καθαρεύουσα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.