σάλτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σάλτο | τα | σάλτα |
| γενική | του | σάλτου | των | σάλτων |
| αιτιατική | το | σάλτο | τα | σάλτα |
| κλητική | σάλτο | σάλτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάλτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική salto < λατινική saltus (< salio=πηδάω)
Συγγενικά
Εκφράσεις
- σάλτο μορτάλε: πολύ ριψοκίνδυνη ενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.