σαλταδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαλταδόρος | οι | σαλταδόροι |
| γενική | του | σαλταδόρου | των | σαλταδόρων |
| αιτιατική | τον | σαλταδόρο | τους | σαλταδόρους |
| κλητική | σαλταδόρε | σαλταδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σαλταδόρος αρσενικό (λαϊκότροπο)
- αυτός που μπορεί να σαλτάρει, να κάνει άλματα
- (παρωχημένο) (κατά τη γερμανική κατοχή) αυτός που σάλταρε σε οχήματα των Γερμανών κατακτητών, για να αρπάξει διάφορα χρήσιμα είδη (τρόφιμα, λάστιχα κ.ά.)
- Σαλταδόρος (Τίτλος τραγουδιού σε στίχους και μουσική του Μιχάλη Γενίτσαρη)
- (μικρο)απατεώνας, κλεφταράκος
- αυτός που αποκτά υψηλά αξιώματα και θέσεις με ανήθικα ή αθέμιτα μέσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.