σαλτάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
σαλτάρω
- ανεβαίνω κάπου με άλμα, δίνω ένα σάλτο
- ο πιτσιρικάς σάλταρε στην καρότσα του φορτηγού
- τρελαίνομαι
- θα σαλτάρω μ'όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σαλτάρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.