σαλτάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαλτάρω < σάλτ(ο) + -άρω

Ρήμα

σαλτάρω

  1. ανεβαίνω κάπου με άλμα, δίνω ένα σάλτο
    ο πιτσιρικάς σάλταρε στην καρότσα του φορτηγού
  2. τρελαίνομαι
    θα σαλτάρω μ'όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.