σαλτάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλτάρισμα τα σαλταρίσματα
      γενική του σαλταρίσματος των σαλταρισμάτων
    αιτιατική το σαλτάρισμα τα σαλταρίσματα
     κλητική σαλτάρισμα σαλταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλτάρισμα < σαλτάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

σαλτάρισμα ουδέτερο

  1. το άλμα, το σάλτο
  2. το να οδηγείται κάποιος στην τρέλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.